-
1 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
2 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
-
3 ἅπτω
Aἅμμαι Hdt.1.86
: [tense] fut.ἅψομαι Od.9.379
, ἁφθήσομαι ([etym.] συν-) Gal.3.311:—[voice] Med., v.infr. (cf. ἑάφθη):— fasten or bind to, used by Hom., once in [voice] Act., ἅψας ἀμφοτέρωθεν.. ἔντερον οἰός (of a lyre-string) Od.21.408; once in [voice] Med., ἁψαμένη βρόχον.. ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου having fastened the noose to the beam (to hang herself), 11.278; so laterἅψεται ἀμφὶ βρόχον.. δείρᾳ E.Hipp. 770
;ἁψαμένη βρόχον αὐχένι A.R.1.1065
:—[voice] Act.,βρόχους ἅ. κρεμαστούς E.Or. 1036
; butβρόχῳ ἅ. δέρην Id.Hel. 136
, cf. AP7.493 (Antip. Thess.).2 join,ἅ. χορόν A.Eu. 307
; πάλην τινὶ ἅ. fasten a contest in wrestling on one, engage with one, Id.Ch. 868: —[voice] Pass.,ἅπτεσθαι τὴν Μεγαρέων πόλιν καὶ Κορινθίων τοῖς τείχεσιν Arist.Pol. 1280b14
.II more freq. in [voice] Med., ἅπτομαι, [tense] fut. ἅψομαι, [tense] aor. , with [tense] pf. [voice] Pass. (lyr.), Pl. Phdr. 260e:—fasten oneself to, grasp, c.gen.,ἅψασθαι γούνων Il.1.512
;χειρῶν 10.377
;ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν Od.19.473
;ἅπτεσθαι νηῶν Il.2.152
;βρώμης δ' οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος; Od.10.379
, cf. 4.60;ὡς δ' ὅτε τίς τε κύων συὸς.. ἅπτηται κατόπισθε.. ἰσχία τε γλουτούς τε Il.8.339
; ;τῶν τύμβων ἁπτόμενοι Id.4.172
; ἅπτεσθαί τινος, Lat. manus inicere alicui, Id.3.137; ; τῶν σφυγμῶν feel the pulse, Arr.Epict.3.22.73: metaph., take hold of, cleave to, Pl.Lg. 967c.b abs., τῶν μὲν γὰρ πάντων βέλε' ἅπτεται for the spears of all the Trojans reach their mark, Il.17.631; .cἅ. τῆς γῆς
land,D.S.
4.48.III metaph., engage in, undertake,βουλευμάτων S.Ant. 179
; ; πολέμου prosecute it vigorously, Th.5.61;ἧπται τοῦ πράγματος D.21.155
;ψυχὴ ἡμμένη φόνων Pl.Phd. 108b
, cf. E.IT 381;τῶν μεγίστων ἀσεβημάτων Plb.7.13.6
; soἅ. τῆς μουσικῆς καὶ φιλοσοφίας Pl.R. 411c
; ἐπιτηδεύματος ib. 497e;γεωμετρίας Id.Plt. 266a
;τῆς θαλάττης Plb.1.24.7
;ἅπτεσθαι λόγου E.Andr. 662
, Pl.Euthd. 283a (but ἅπτεσθαι τοῦ λόγου attack, impugn the argument of another, Id.Phd. 86d); τούτων ἥψατο touched on these points, handled them, Th.1.97;ἅ. τῆς ζητήσεως Arist.GC 320b34
; but also, touch on, treat superficially, Pl.Lg. 694c, Arist.EE 1227a1.b abs., begin, set to work,ταῖς διανοίαις Ar.Ec. 581
.2 fasten upon, attack, Pi.N.8.22, A.Ag. 1608, etc.;μόνον τῷ δακτύλῳ Ar.Lys. 365
;τῆς οὐραγίας Plb.2.34.12
; esp. with words, Hdt.5.92.γ; of diseases, , cf. Gal.15.702;ἥψατο τῶν ἀνθρώπων Th.2.48
; ὅσα ἅπτεται ἀνθρώπων all that feed on human flesh, ib.50.3 touch, affect, , cf. S.OC 955; ;τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός E.Rh. 916
;ὥς μου χρησμὸς ἅ. φρενῶν Ar.Eq. 1237
; make an impression upon, (Pessinus, ii B. C.).6 come up to, reach, overtake, X.HG5.4.43; attain,τῆς ἀληθείας Pl.Phd. 65b
;τοῦ τέλους Id.Smp. 211b
: in Pi., c. dat.,ἀγλαΐαις P.10.28
;στάλαισιν Ἡρακλείαις Id.I.4(3).12
; but also c. gen.,Ἡρακλέος σταλᾶν Id.O.3.44
.8 Geom., of bodies and surfaces, to be in contact, Arist.Ph. 231a22, cf. Metaph. 1002a34, al., S.E.M.3.35; of lines or curves, meet, Euc.3Def.2; touch, Id.4Def.5, Archim. Sph.Cyl.1.28; pass through a point, Euc.4Defs.2,6; of points, lie on a line or curve, ib.Defs.1,3; ἅπτεται τὸ σημεῖον θέσει δεδομένης εὐθείας the locus of the point is a given straight line, Id. ap. Papp.656.6,al.B [voice] Act., kindle, set on fire (i.e. by contact of fire), Hdt.8.52, etc. (so in [voice] Med., Call.Dian. 116); : metaph.,πυρσὸν ὕμνων Pi.I.4(3).43
:—[voice] Pass., to be set on fire, ; ὡς ἅφθη τάχιστα τὸ λήιον.. ἅψατο νηοῦ as soon as the corn caught fire, it set fire to the temple, Hdt.1.19; πυρῆς ἤδη ἁμμένης ib.86;ἧπται πυρί E.Hel. 107
.II ἅ. πῦρ kindle a fire, ib. 503:—[voice] Pass., ἄνθρακες ἡμμένοι red-hot embers, Th.4.100;δᾷδ' ἐνεγκάτω τις ἡμμένην Ar.Nu. 1490
, cf. Pl. 301. -
4 επιμελεομαι
ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι(fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)1) заботиться, иметь попечение(τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT.; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.)
γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. — хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях;ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. — проявлять всяческую заботу, прилагать все старания;τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. — ухаживать за священными маслинами2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.)εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. — (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить(τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.)
4) заниматься, упражняться(τῆς μαντικῆς Xen.; περὴ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
5 επιμελομαι...
ἐπιμέλομαι...ἐπιμελέομαι, ἐπιμέλομαι(fut. ἐπιμελήσομαι и ἐπιμεληθήσομαι; aor. ἐπιμελήθην; pf. ἐπιμεμέλημαι)1) заботиться, иметь попечение(τινος Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., NT.; περί τινος и ὑπέρ τινος Xen.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.)
γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι Plat. — хорошему земледельцу надлежит прежде всего позаботиться о молодых растениях;ἐ. πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. — проявлять всяческую заботу, прилагать все старания;τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐ. Lys. — ухаживать за священными маслинами2) обеспечивать, доставлять (sc. τὰ ἐπιτήδεια Xen.; τὰ ἄλλα πάντα τοῖς πολεμάρχοις Xen.)εἵλοντο Δρακόντιον δρόμου ἐπιμεληθῆναι Xen. — (греки) выбрали Драконтия, чтобы он обеспечил ристалище
3) иметь наблюдение, ведать, управлять, руководить(τῶν δημοσίων Her.; τῶν δεκάδων Xen.; τῶν ἱερῶν Plat.)
4) заниматься, упражняться(τῆς μαντικῆς Xen.; περὴ τῆς μουσικῆς Plat.; ὑπὲρ τῆς στρατηγίας Xen.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
6 ἐπι-μελέομαι
ἐπι-μελέομαι, med. mit aor. pass. (ἐπεμελησάμην erst sehr Sp.); fut. pass. = med., nur Xen. Mem. 2, 7, 8; perf. ἐπιμεμελήμεϑα, Thuc. 6, 41; Sorge tragen, besorgen, verwalten; οὔτοι τὰ χρήματ' ἴδια κέκτηνται βροτοί, τὰ τῶν ϑεῶν δ' ἔχοντες ἐπιμελούμεϑα Eur. Phoen. 556; gew. τινός, für Einen, für Etwas, Ar. Plut. 1117; τῶν ἄλλων ἐπιμελησόμενος Thuc. 3, 25; τῆς ψυχῆς οὐκ ἐπιμελεῖ οὐδὲ φροντίζεις Plat. Apol. 29 e; Folgde überall. Auch ταῦτα μὲν οὕτω περὶ τῆς μουσικῆς ἐπιμελείσϑω, Legg. VII, 812 e. wie τῶν περὶ γάμους γυναικῶν ἐπιμελουμένων ibd. XI, 932 b; περί τινος, Xen. Mem. 5, 7, 10; Ggstz ἀμελεῖν, 3, 12, 5; ὑπέρ τινος, Cyr. 1, 6, 13; – πᾶσαν ἐπιμέλειαν Plat. Prot. 325 c. – Mit folgdm ὅπως, τῶν νέων ἐπιμεληϑῆναι ὅπως ἔσονται ὅτι ἄριστοι Euthyphr. 2 d; τῶν βαρβάρων ἐπεμελεῖτο ὡς πολεμεῖν ἱκανοὶ εἴησαν Xen. An. 1, 1, 5, wie τούτων ἐπεμελήϑη ὡς τύχοιεν πάντων, er sorgte dafür, daß sie Alles erhielten, Cyr. 7, 2, 16; περί τινος, ὅπως, Hipp. 4, 3; mit folgdm acc. c. int., Oec. 11, 17; – c. accus. in der Bdtg herbeischaffen, gewähren, Thuc. 6, 41; Xen. Mem. 2, 9, 4; ὁ Φυλλίδας τὰ ἄλλα πάντα ἐπεμελεῖτο τοῖς πολεμάρχοις Hell. 5, 4, 4. – Bes. auch einer Sache vorstehen, ein Amt verwalten, Aufseher sein, τῶν δημοσίων Her. 5, 29; προεστάναι τῆς πόλεως καὶ ἐπιμελεῖσϑαι Plat. Gorg. 520 a; καὶ ἄρχειν Rep. 1, 353 d; διακοσμῶν πάντα καὶ ἐπιμελούμενος Phaedr. 246 e; δρόμου τε ἐπιμεληϑῆναι καὶ τοῦ ἀγῶνος προστατῆσαι Xen. An. 4, 8, 25, öfter; bes. vom Areopag, Böckh Inscr. 1 p. 114; vgl. Andoc. 1, 84; – sich einer Sache befleißigen, sie üben, ἀρετῆς, ἐπιστημῶν, Plat. u. Xen. – Nach den Atticisten ist ἐπιμέλομαι im praes. u. impf. die eigtl. att. Form, die sich aber seltener als die andere findet, wie Her. 1, 98, u. gew. bei ihm; Thuc. 6, 54; Plat. Gorg. 516 b; Xen. Cyr. 8, 8, 8. Die Hes. schwanken in vielen Stellen.
-
7 απλοτης
- ητος ἥ1) простота, несложность(φωνῆς Arst.)
2) простота, незатейливость, безыскусственность(τῆς πόλεως Xen.; τῆς μουσικῆς Plat.; τῆς τροφῆς Diod.)
3) прямота, прямодушие, честность Xen., Polyb. -
8 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
-
9 ψυχαγωγέω
A lead departed souls to the nether world, esp. of Hermes, Luc.D Deor.7.4, 24.1.II evoke or conjure up the dead by sacrifice; hence metaph., lead or attract the souls of the living, win over, persuade, allure,ψ. μὲν πολλοὺς τῶν ζώντων, τοὺς δὲ τεθνεῶτας φάσκοντες ψυχαγωγεῖν Pl.Lg. 909b
;ψ. διὰ τῆς ὄψεως τοὺς ἀνθρώπους X.Mem.3.10.6
;διὰ τῆς μελῳδίας D.S.4.4
; of speakers,ψ. τοὺς ἀκούοντας Phld.Rh.1.148S.
;τὰ μέγιστα, οἷς ψυχαγωγεῖ ἡ τραγῳδία Arist.Po. 1450a33
:—[voice] Pass.,ἐκ τῆς μουσικῆς ψ. Ael. VH2.39
;ὑπό τινων D.S.2.53
.2 in bad sense, lead away, inveigle, delude,ψ. τοὺς ἀκροωμένους Isoc.2.49
, cf. 9.10;τινὰς λόγοις ψ. Lycurg.33
; ψ. τινα ὥστε .., c. inf., Plb.13.8.3:—[voice] Pass.,ὑπὸ εἰδώλων καὶ φαντασμάτων Pl.Ti. 71a
; κολακείαις, θεραπείᾳ ψ., D.44.63, 59.55; ὁ νοῦς.. πρὸς ἀλλοτρίῳ ψυχαγωγηθεὶς πάθει beguiled by contemplating another's sufferings, Timocl.6.6:—with a play upon these senses, λίμνη τις.., οὗ ψυχαγωγεῖ Σωκράτης where Socrates evokes (beguiles) souls, Ar.Av. 1555 (lyr.).III = τὸ ἐξαπατῶντα πιπράσκειν, AB 116.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχαγωγέω
-
10 εισδεχομαι
староатт. ἐσδέχομαι, ион. ἐσδέκομαι1) принимать, впускать, допускать(μηδαμοὺς ἐς τὸ ἱρόν Her.; τι οἶκον и τινα ἄντροις Eur.; τινα τειχέων Eur. и τοὺς φυγάδας Arst.; τῆς γῆς Soph.)
εἰ. τινα ὑπόστεγον Soph. — принять кого-л. под свой кров2) воспринимать, усваивать(εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Plat.; τὸν λόγον δι΄ ὤτων Plut.)
-
11 αγάπη
η1) любовь, привязанность;η αγάπη της πατρίδος — любовь к родине;
η μητρική αγάπη — материнская любовь;
2) любовь; влюблённость; увлечение;3) любовь, склонность;η αγάπη της μουσικής — любовь к музыке;
4) любимое существо, любовь;η παληά του αγάπη — она его старая любовь;
παντρεύουν την αγάπη μου — мою возлюбленную выдают замуж;
αγάπη μου! — любовь моя!; — любимый, дорогой мой!; — любимая, дорогая моя!;
5) πλ. ирон. нежности;είναι στίς αγάπες τους — а) у них период нежности; — б) они помирились;
§ γιά την αγάπη σου — ради тебя;
γιά την αγάπη τού Χρίστου — ради бога
-
12 καθηγητής
-
13 εὐνομία
A good order,ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Od.17.487
;ἐν εὐ. εἶναι Xenoph.2.19
; μετέβαλον ὧδε ἐς εὐ. Hdt.1.65, cf. 2.124: pl.,εὐνομίῃσι πόλιν κάτα.. κοιρανέουσ' h.Hom.30.11
, cf. Pl.Sph. 216b; ἀπόλεμος εὐ. Pi.P.5.67, cf. AP6.195 (Arch.); Καίσαρος εὐ. ib.236 (Phil.); ;οὐκ ἔστι εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ Arist.Pol. 1294a3
, cf. 1280b6, Pl. Def. 413e; οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, title of officials in Crete, GDI5075.35 ([place name] Latos).3 personified as daughter of Themis, Hes.Th. 902, cf. Pi.O.9.16, 13.6, B.12.186, D.25.11, Lyr.Adesp.140.6, IG2.1598; title of a poem by Tyrtaeus, cf. Arist.Pol. 1307a1, Str.8.4.10.II (εὔνομος 11
) diligence in foraging: metaph., of bees, Philostr.Im.2.2; regularity in pasturing, of sheep, Longus 1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνομία
-
14 σκευασία
σκευασία, ἡ, Zubereitung, Zurüstung, Art der Zubereitung, insbes. der Speisen; τὰς σκευασίας πάντων δὲ καὶ τὰς σκευάσεις τούτων ἕτοιμός οἰμι δεικνύειν, Alexis bei Ath. III, 107 d, die Zubereitungsarten und die Zubereitung selbst; περὶ ὄψου σκευασίας, Plat. Alc. I, 113 e; Bast app. ep. cr. p. 52; auch σκευασία μὴ μί' ᾖ τῆς μουσικῆς, Astydam. bei Ath. X, 411 a u. A. Bei Ath. V, 202 e, τῶν ὄνων οἱ μὲν χρυσᾶς, οἱ δὲ ἀργυρᾶς προμετωπίδας καὶ σκευασίας εἶχον, Geschirr. Uebh. = σύνϑεσις, S. Emp. nyrrh. 1, 129.
-
15 χειρ-ουργός
χειρ-ουργός, mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.
-
16 χειρ-ουργικός
χειρ-ουργικός, ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Theil der Musik, Plut. de mus. 13. – Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch, ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst, D. L. 3, 85, wo sie durch τέμνειν καὶ καίειν charakterisirt ist, u. Sp.
-
17 εὐ-νομία
εὐ-νομία, ἡ, 1) gute Gesetze, gesetzliche Ordnung, einmal bei Hom., Odyss. 17, 487 ϑεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνϑρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, Scholl. εὐνομίην: ἅπαξ εἴρηται παρὰ τῷ ποιητῇ; Plat. Soph. 216 b ὕβρεις τε καὶ εὐνομίας τῶν ἀνϑρώπων καϑορᾶν, wie auch H. h. 30, 11 den plur. hat, εὐνομίῃσι πόλιν κάτα κοιρανέουσι. Das Wort νόμος kommt bei Hom. nicht vor, denn Zenodots Lesart Odyss. 1, 3 πολλῶν δ' ἀνϑρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω is. Scholl.) ist ohne Zweifel zu verwerfen; das Wort εὐνομίη leitete Aristarch von εὖ νέμεσϑαι ab, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 348. – Pind. εὐν. ἀπόλεμος, der Friede, P. 5, 67, u. personificirt, s. nom. pr.; vgl. καὶ σέο φῶτες πρὸς βαιὸν τόξων εὐνομίην ἄγομεν, wir haben Ruhe vor deinem Bogen, Alph. 3 ( Plan. 212). Bes. = die Beobachtung der Gesetze, wie Arist. pol. 4, 8 bemerkt οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσϑαι τοὺς νόμους, μὴ πείϑεσϑαι δέ ff.; Plat. defin. 413 e εὐν. πειϑαρχία νόμων σπουδαίων; vgl. Soph. ϑεῶν ϑέσμι' ἐξήνυσ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ, Ai. 699; Ar. Av. 1540; – in Prosa, εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην Her. 2, 124; ὅταν παῖδες εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰςδέξωνται Plat. Rep. IV, 425 a; ἐν ταῖς ψυχαῖς Legg. XII, 960 d. – Long. 2, 35 εὐν. μουσική, gute Melodie. – 2) die gute Weide, Philostr. imagg. 2, 2; vgl. Long. 1, 5.
-
18 θελκτικός
θελκτικός, dasselbe, τὰ ϑελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάϑη Schol. Pind. P. 1, 21.
-
19 ἐπι-κρύπτω
ἐπι-κρύπτω, verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προςγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Ggstz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσϑαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν πεντάκις χιλίων ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤϑροισεν ὡς μάλιστα ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληϑῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσϑῆτι Caes. 38.
-
20 θιασωτης
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών — Οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτέλεσμα συνεργασίας ιδιωτών και κράτους. Λειτουργεί από το 1991 ως κέντρο πολιτιστικής, κοινωνικής και επιστημονικής δραστηριότητας, ενώ εδρεύει σε ιδιόκτητο, σύγχρονο κτίριο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek